αθηνιώτικος

αθηνιώτικος
η , ο см. αθηναϊκός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αθηνιώτικος" в других словарях:

  • αθηνιώτικος — η, ο [αθηνιώτης] 1. ο αθηναϊκός* 2. το ουδ. ως ουσ. το αθηνιώτικο όψιμο, μεγαλόρωγο και χοντρόφλουδο σταφύλι, ο σιδερίτης …   Dictionary of Greek

  • Αθηνιώτης — ο (θηλ. ισσα) ο Αθηναίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αθήνα. ΠΑΡ. αθηνιώτικος] …   Dictionary of Greek

  • αθηναϊκός — αθηναϊκός, ή, ό και αθηναίικος, η, ο και αθηνιώτικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αθήνα: Ονομαστές ήταν παλιότερα οι αθηναϊκές καντάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»