αθηνιώτικος
Смотреть что такое "αθηνιώτικος" в других словарях:
αθηνιώτικος — η, ο [αθηνιώτης] 1. ο αθηναϊκός* 2. το ουδ. ως ουσ. το αθηνιώτικο όψιμο, μεγαλόρωγο και χοντρόφλουδο σταφύλι, ο σιδερίτης … Dictionary of Greek
Αθηνιώτης — ο (θηλ. ισσα) ο Αθηναίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αθήνα. ΠΑΡ. αθηνιώτικος] … Dictionary of Greek
αθηναϊκός — αθηναϊκός, ή, ό και αθηναίικος, η, ο και αθηνιώτικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αθήνα: Ονομαστές ήταν παλιότερα οι αθηναϊκές καντάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)